σαμουράι

σαμουράι
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι σαμουράι
ονομασία ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική τάξη, στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική κάστα με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιαπ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Καναζάβα — (Kanazawa). Πόλη (456.434 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Ισικάβα (4.185 τ. χλμ., 1.180.377 κάτ.). Θεμελιώθηκε το 1471 από τους επαναστάτες του Xικό (βουδιστική αίρεση), που κατασκεύασαν και το οχυρό της Oγιάμα …   Dictionary of Greek

  • Μιφούνε, Τοσίρο — (Toshiro Mifune, Τσινγκτάο 1920 – 2001). Κινέζος ηθοποιός. Ίσως ο σπουδαιότερος και πιο διάσημος στον υπόλοιπο κόσμο πρωταγωνιστής της πατρίδας του που κυριάρχησε στην διάρκεια των δεκαετιών ‘50 και ‘60. Αν και ξεκίνησε να δουλεύει στις ταινίες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ανθρωπολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1886 από τον Κλων Στέφανο, τον πρώτο ερευνητή που ασχολήθηκε με την ανθρωπολογική σύνθεση των αρχαίων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. O Ιωάννης Κούμαρης, διευθυντής του μουσείου από το 1915 έως το 1950 και πρώτος καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • κεντό — παραδοσιακή ιαπωνική τεχνική ξιφομαχίας με ξύλινα ξίφη που έχει την προέλευσή της στις μεθόδους με τις οποίες αγωνίζονταν οι σαμουράι …   Dictionary of Greek

  • ρόνιν — ο, Ν άκλ. συν. στον πληθ. οι ρόνιν Ιάπωνες σαμουράι που εγκατέλειπαν τους αφέντες και περιπλανώνταν σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά τον 16ο και τον 17ο αιώνα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις πόλεις και το 1868 συνέβαλαν στην παλινόρθωση τής αυτοκρατορικής… …   Dictionary of Greek

  • τζούντο — Τεχνική αθλητικής πάλης, εθνικό άθλημα της Ιαπωνίας. Το τ. είναι έργο του Τζιγκόρο Κάνο, καθηγητή στο Τόκιο, που αφού παρακολούθησε την τεχνική του τζου τζίτσου, έθεσε τις βάσεις του νέου αθλήματος, το οποίο και δίδαξε σε ειδική σχολή που ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”